- χρωματικά
- χρωματικόςofneut nom/voc/acc plχρωματικά̱ , χρωματικόςoffem nom/voc/acc dualχρωματικά̱ , χρωματικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρωματικάς — χρωματικά̱ς , χρωματικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιτόνιο — Όρος που χρησιμοποιείται στη μουσική και σημαίνει μισό τόνο, το μισό δηλαδή της μεγαλύτερης απόστασης ανάμεσα σε δύο διαδοχικούς ή όμοιους φθόγγους στη φυσική κλίμακα. Στο σύγχρονο σύστημα όλα τα η. είναι ίσα και χωρίζονται σε διατονικά και… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
δίοπτρο — Οπτικό σύστημα που αποτελείται από δύο διαφανή, ομογενή σώματα 1 και 2, με διάφορους δείκτες διάθλασης (n1, n2), τα οποία διαχωρίζονται από μια επιφάνεια γεωμετρικά προσδιορισμένη. Αν αυτή η επιφάνεια είναι επίπεδη, έχουμε το επίπεδο δ., ενώ αν… … Dictionary of Greek
εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… … Dictionary of Greek
Κουλτάρ, Ζαν — (Jean Coulthard, Βανκούβερ 1908 – 2000). Καναδέζα μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε μουσική στο Βασιλικό Κολέγιο Μουσικής του Λονδίνου. Στη δεκαετία του 1930 έλαβε θετικές κριτικές από τους Σένμπεργκ και Μπάρτοκ· έτσι συνέχισε τις σπουδές της με τον… … Dictionary of Greek
Μπάρντο, Εθνικό Μουσείο — (Τυνησίας). Το Ε.Μ.Μ. στην Tύνιδα είναι το σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο των χωρών του Mάγρεμπ και η σπουδαιότερη συλλογή ψηφιδωτών στον κόσμο. Tο μουσείο ιδρύθηκε το 1882 με το όνομα Mουσείο Aλάουι και εγκαινιάστηκε έξι χρόνια αργότερα. Tο… … Dictionary of Greek
Σεζάν, Πωλ — (Cezanne). Γάλλος ζωγράφος (Αιξ αν Προβάνς 1839 1906), ένας από τους μεγαλύτερους εκπρόσωπους της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, που τοποθετείται μεταξύ του εμπρεσιονιστικού και των νεώτερων κινημάτων ξεκινώντας από τον κυβισμό. Για τον τελευταίο, ο Σ.… … Dictionary of Greek